- γερανομαχία
- γερανομαχίᾱ , γερανομαχίαbattle with cranesfem nom/voc/acc dualγερανομαχίᾱ , γερανομαχίαbattle with cranesfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γερανομαχία — η (Α γερανομαχία) μάχη μεταξύ γερανών … Dictionary of Greek
γερανομαχίας — γερανομαχίᾱς , γερανομαχία battle with cranes fem acc pl γερανομαχίᾱς , γερανομαχία battle with cranes fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γερανομαχίαν — γερανομαχίᾱν , γερανομαχία battle with cranes fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek